Αρκατένα, ένα είδος κουλουριού που ζυμώνεται με προζύμι από αφρό που παράγεται λόγω ζύμωσης των ρεβιθιών

Οι μαθήτριες του Λυκείου Αγίου Ιωάννη Λεμεσού Αναστασίου Ναταλία, Αργύρη Ειρήνα Φανουρία, Παυλίδου Μαρίνα, Χαραλάμπους Σταύρη (Β21), ζήτησαν από τον κ. Πανίκο Θεοφάνους, Θεολόγο και Ομοδίτη (καταγωγή από το χωριό Όμοδος), να τους μιλήσει για τα αρκατένα:

«Τα αρκατένα κουλούρια στην Κύπρο πρωτοφτιάχθηκαν στην Κύπρο στο Όμοδος. Οι ρίζες τους είναι Μικρασιάτικες. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον ερχομό κάποιων προσφύγων στην Κύπρο, μερικοί απ’ αυτούς εγκαταστάθηκαν σε ορεινά χωριά και στο Όμοδος. Μια Μικρασιάτισσα, δίδαξε τον τρόπο παρασκευής των αρκατένων στη νοικοκυρά του σπιτιού που διέμενε, την κ. Αννού (Άννα). Η κ. Αννού συμβούλευε τις νεότερες ότι το μυστικό των αρκατένων βρίσκεται στον τρόπο που έπαιρναν από τα βρασμένα ρεβίθια τον αφρό και στον χρόνο ανάμειξής τους με το αλεύρι για να «βγει ο αρκάτης», δηλαδή να φουσκώσει το αλεύρι, το οποίο σκεπάζεται για να κρατήσει συγκεκριμένη θερμοκρασία. Τα παλιά χρόνια, η κ. Άννα «έβγαζε τον αρκάτη» και τον προμήθευε στις νοικοκυρές του χωριού για να ζυμώνουν τα αρκατένα κουλούρια. Τα αυθεντικά αρκατένα ψήνονταν σε ξυλόφουρνο και τρώγονταν μαλακά ή ξεραίνονταν με τη ζέστη του φούρνου.

Ο σημερινός τρόπος παρασκευής των αρκατένων, δυστυχώς, απέχει από τον παραδοσιακό. Τόσο η συνταγή όσο και το ψήσιμο δεν γίνονται με τον παραδοσιακό τρόπο, γι’ αυτό και η γεύση δεν είναι η ίδια.» Ακολούθως, ο κ. Θεοφάνους μας έδωσε το βιβλίο μαγειρικής «Ξεχασμένες νοστιμιές του κυπριακού χωριού», της Φωτεινής Ευαγγελάτου, όπου καταγράφονται 401 αυθεντικές παραδοσιακές και δοκιμασμένες συνταγές μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής με λαογραφικά στοιχεία. Από αυτές, παραθέτουμε πιο κάτω τη συνταγή για τα αρκατένα.

Παραδοσιακό Φεστιβάλ στην Αγορά

Οι μαθήτριες του Λυκείου Αγίου Ιωάννη Αναστασίου Ναταλία, Αργύρη Ειρήνα Φανουρία, Παυλίδου Μαρίνα και Χαραλάμπους Σταύρη, με τη συνοδεία της Φιλολόγου Αναστασίας Κωνσταντίνου, παρευρέθηκαν στο Παραδοσιακό Κυπριακό Φεστιβάλ που πραγματοποιήθηκε στην Αγορά Λεμεσού. Στο Πανηγύρι προβλήθηκαν τα ήθη, τα έθιμα, η τέχνη και ο πολιτισμός της Κύπρου μέσα από την παρακολούθηση εργαστηρίων, τα οποία παρουσίαζαν κυπριακά προϊόντα. Οι μαθήτριες του Σχολείου μας παρακολούθησαν και κατέγραψαν το εργαστήρι παρασκευής χαλουμιού.

Κυπριακή παραδοσιακή κουζίνα – γενικά χαρακτηριστικά

Μαρία Κωνσταντίνου
BA in Professional Culinary Arts, University of Derby
BA in Hotel Management, CTL Eurocollege
MSc Εκπαίδευση, Ηγεσία και Διοίκηση, CIIM

Η ιστορική πορεία και η πρόοδος μιας χώρας καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από τη γεωγραφική της θέση, τις γεωλογικές και κλιματολογικές συνθήκες, τις θρησκευτικές αντιλήψεις και την οικονομική κατάστασή της. Σ’ αυτές έρχεται να προστεθεί και η διατροφή, η οποία κατέχει σπουδαία θέση στη ζωή των κατοίκων ενός τόπου, γιατί με αυτήν συναρτάται το κοινωνικό, επαγγελματικό και ψυχαγωγικό πλαίσιο στο οποίο κινείται το άτομο.

Αρχικά, θα πρέπει να εξηγήσουμε τι εννοούμε Κυπριακή Παραδοσιακή Κουζίνα. Ως όρος φέρει μαζί του ιστορία χιλιάδων χρόνων, την κουλτούρα, τα ήθη και τα έθιμα αυτού του τόπου από τη στιγμή της κατοίκησής του. Η παραδοσιακή κουζίνα είναι σαν το δημοτικό τραγούδι, δηλαδή η προέλευση και ο δημιουργός είναι άγνωστα σε μας καθότι μεταδιδόταν συνήθως από τη μητέρα στην κόρη. Το φαγητό στην Κύπρο διαδραμάτιζε και εξακολουθεί να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο σε όλες τις δραστηριότητες της ζωής, κοινωνικές, πολιτιστικές, οικονομικές, θρησκευτικές. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί την ξεχωριστή θέση που έχει η κυπριακή κουζίνα ως ένα αντιπροσωπευτικό μέσο προώθησης της κουλτούρας και παράδοσης της Κύπρου στο εξωτερικό. Οι σημαντικότερες πηγές που αναφέρονται στη διατροφή των Κυπρίων είναι οι αρχαιολογικές ανακαλύψεις, οι παρουσιάσεις σε αγγεία ή άλλο διάκοσμο και οι γραπτές αναφορές σε κείμενα αρχαίων συγγραφέων.

Η κυπριακή κουζίνα έχει μια αδιατάραχτη συνέχεια από τα αρχαία χρόνια στα οποία ανάγεται, αφού εμπλουτίστηκε διαμέσου των αιώνων με νέες συνταγές και παρασκευές. Οι επιδράσεις που δέχτηκε από την Ανατολή και τη Δύση, τη βοήθησαν έτσι ώστε να καταστεί πλούσια και ιδιότυπη και συνάμα απλή, αποτελούμενη από μια καταπληκτική ποικιλία παραδοσιακών φαγητών.

Στη δομή της η κυπριακή κουζίνα είναι απλή, χωρίς να έχει την περίπλοκη μορφή της γαλλικής κουζίνας ή τα πολλά καρυκεύματα της Ανατολής. Χρησιμοποιεί βασικά ό,τι παράγει η γόνιμη γη του νησιού και ποικίλει ανάλογα με τον πλούτο των λαχανικών και φρούτων που προσφέρει κάθε εποχή του χρόνου.

Πολλά από τα φαγητά της Κύπρου έχουν αποκλειστικά τοπική προέλευση και παρασκευάζονται από τυπικά ζωικά και φυτικά προϊόντα. Οι πολιτικές περιπέτειες που γνώρισε η Κύπρος ανάγκασαν τους κατοίκους να βρίσκουν από το περιορισμένο περιβάλλον τους τα μέσα συντήρησης. Αυτά, με το πέρασμα των αιώνων, στα χέρια επιδέξιων και παρατηρητικών ανθρώπων έγιναν εύγευστα φαγητά, τα οποία σήμερα όχι μόνο ικανοποιούν τις γαστρονομικές απαιτήσεις των ξένων που φθάνουν στο νησί, αλλά αποτελούν και εξαιρετικό κίνητρο προσέλκυσης νέων επισκεπτών.

Οι ρίζες και οι συνήθειες της παραδοσιακής κουζίνας μιας χώρας είναι σημαντικές. Ερευνητές παρατηρούν ότι η Κυπριακή Παραδοσιακή Κουζίνα κράτησε πολλά χαρακτηριστικά από τα Βυζαντινά χρόνια, γεγονός το οποίο δε συνέβη σε καμία άλλη χώρα. Από παλιά, η μαγειρική στην Κύπρο εθεωρείτο Τέχνη. Οι αρχαίοι πρόγονοί μας βάσιζαν το καθημερινό τους διαιτολόγιο στη θρεπτική και θεραπευτική αξία, στην απόλαυση του φαγητού, στη χρησιμότητά του και στη φιλοσοφία του «Ευ ζην».

Οι πρώτοι μεγάλοι οικισμοί αναπτύχθηκαν σε μέρη όπου μπορούσαν να καλλιεργηθούν ελιές, αμπέλια, σιτάρια και σύκα. Μαζί με την καλλιέργεια ποικίλων υλικών μαγειρικής, τα ευρήματα, μας δείχνουν και τη χρήση διαφόρων μαγειρικών σκευών, καθώς επίσης και σκευών διατήρησης του φαγητού. Αυτό μαρτυρεί ότι η μαγειρική ραφιναρίστηκε σε μια κοινωνία προηγμένης κουλτούρας. Οι αρχικοί τρόποι ψησίματος του φαγητού ήταν το ψήσιμο στη φωτιά (σχάρα), χωρίς κατσαρόλα, σε πήλινους φούρνους.

Το ψωμί αποτελεί το κύριο συστατικό της διατροφής των Κυπρίων από αρχαιοτάτων χρόνων. Η Κύπρος, ως χώρα γεωργική, ήταν φυσικό να επικεντρωθεί στα γεωργικά προϊόντα, που θα επέτρεπαν στον κόσμο της να επιβιώσει. Από την προϊστορία γνωρίζουμε ότι οι κάτοικοι της Κύπρου όργωναν και θέριζαν σιτάρι, με σκοπό να αποτελέσει την κύρια βάση της διατροφής τους. Στα μετέπειτα χρόνια, παρατηρείται η χρήση του αλευριού για την παρασκευή ξεχωριστών παραδοσιακών σκευασμάτων, που τόσο περήφανα προσπαθούν οι νοικοκυρές της Κύπρου να διατηρήσουν μέχρι σήμερα, με τη χρήση του παραδοσιακού φούρνου.

Τα λαχανικά και τα όσπρια που καλλιεργούνταν στα πρώτα χρόνια της κυπριακής ιστορίας, είναι τα ίδια που καλλιεργούνται και σήμερα στην Κύπρο. Επιπλέον, οι κάτοικοι του νησιού έτρωγαν ψαρικά, είδη κυνηγιού, πρόβατα, κατσίκια και βοοειδή. Τα βότανα όπως και τα διάφορα καρυκεύματα στο φαγητό και το ποτό με σκοπό την τελειοποίηση της γεύσης, άρχισαν να χρησιμοποιούνται στο τέλος της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. Επίσης, στην Κύπρο, όπως και σε άλλες Μεσογειακές χώρες, πολλά προϊόντα ψήνονταν από τότε στο λάδι ελιάς και στο λαρδί (ζωικό λίπος).

Το κρασί έχει τη δική του παράδοση και ιστορία στην Κύπρο. Η καλλιέργεια του αμπελιού χρονολογείται από τη Νεολιθική Εποχή και δε σταμάτησε από τότε. Τουναντίον, εμπλουτιζόταν κατά καιρούς με νέες ποικιλίες, κυρίως από την Ανατολή. Από τα πανάρχαια χρόνια μέχρι σήμερα αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα προϊόντα της Κύπρου και ένα από τα πιο προσοδοφόρα αγαθά για την ανάπτυξη της οικονομίας των κατοίκων του νησιού. Κατά τα χρόνια της Ρωμαϊκής και της Βυζαντινής εποχής, της Φραγκοκρατίας και της Ενετοκρατίας υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες για την παραγωγή και την εκμετάλλευση των κρασιών της Κύπρου. Πολλοί περιηγητές αναφέρουν το κρασί της Κύπρου και το χαρακτηρίζουν δυνατό, γλυκό, άφθονο, με ωραίο χρώμα και συγκριτικά φθηνό. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στην «κουμανδαρία», το γλυκό κρασί, που μέχρι σήμερα θεωρείται ένα από τα πιο φημισμένα κρασιά στον κόσμο. Οι Κύπριοι, κυρίως στα μεσαιωνικά χρόνια, παρήγαγαν μεγάλες ποσότητες κρασιού, το οποίο άφηναν να παλαιώσει, γεγονός που επισημαίνεται από πολλούς ξένους επισκέπτες στο νησί.

Το αλάτι επίσης, άρχισε να χρησιμοποιείται στη μαγειρική από τη Νεολιθική Εποχή για το αλάτισμα του φαγητού, αλλά και για τη διατήρηση των τροφίμων. Το έπαιρναν από τη θάλασσα και από την αλυκή της Λάρνακας. Η τοπική παραγωγή του κάλυπτε τις ανάγκες των κατοίκων του νησιού. Αργότερα, λόγω της ευρύτερης διάδοσης και της μεγάλης ζήτησής του και εκτός του νησιού, υπήρξε ένα σημαντικό προϊόν του κυπριακού εμπορίου. Το αλάτι χρησιμοποιείτο και στην Ιατρική. Άλλα υλικά που χρησιμοποιούνταν για τη διατήρηση των φαγητών ήταν το ξίδι, το παχύρευστο μέλι (κατείχε τη θέση της ζάχαρης, η οποία δεν υπήρχε ακόμη τότε) και αφεψήματα από διάφορα φρούτα, όπως σταφύλια και χαρούπια.

Σημαντικότατο ρόλο στη διατροφή των αρχαίων Κυπρίων διαδραμάτισε η εξημέρωση των ζώων και η ανάπτυξη κάποιας μορφής κτηνοτροφίας. Η μετατροπή του άγριου χοίρου, της κατσίκας και του προβάτου σε οικόσιτα ζώα πρόσφερε στους Κυπρίους την πρώτη σταθερή βάση για μόνιμη μερική διατροφή και βοήθησε στην παρασκευή εκλεκτών εδεσμάτων, όπως τα παστά, τα λουκάνικα, τα καπνιστά, τα χαλούμια και άλλα είδη τυριών.

Το χαλούμι, ένα κατεξοχήν κυπριακό παρασκεύασμα, παγκόσμια φημισμένο, βασίζεται σε μια απλή τεχνική. Αυτή η τεχνική μεταφερόταν από γιαγιά σε εγγονή και έφθασε μέχρι τις μέρες μας, κατά τις οποίες έγινε πια και βιομηχανικό προϊόν. Για την παρασκευή του χαλουμιού απαραίτητη ήταν η «πυτιά», δηλαδή το στομάχι ενός μικρού αρνιού, το οποίο έχει τραφεί μόνο με το πρώτο θολό γάλα της προβατίνας. Αυτήν την «πυτιά» οι πρόγονοί μας την έβγαζαν από τα μικρά αρνάκια και αφού την στέγνωναν, τη φύλαγαν και τη χρησιμοποιούσαν για το πήξιμο του γάλακτος και την παρασκευή των χαλουμιών.

Είναι προφανές ότι η Κυπριακή Παραδοσιακή Κουζίνα επηρεάστηκε κατά πολύ από τους διάφορους κατακτητές που πέρασαν από το νησί, ειδικά την περίοδο των Φράγκων και των Βενετών, παρά το γεγονός ότι οι κατακτητές έμεναν ενθουσιασμένοι με τα τοπικά προϊόντα και τις διατροφικές συνήθειες των κατοίκων. Στο τραπέζι των Κυπρίων βρίσκονταν τότε λαγοί και είδη κυνηγιού, όπως κουνέλια, ορτύκια, πάπιες, χήνες, κότες, περιστέρια και άλλα πολλά. Ξεχωριστός μεζές ήταν και τα αμπελοπούλια (είδος μικρού πουλιού) που υπάρχει ακόμη σήμερα, το οποίο διατηρούσαν μέσα στο αλάτι ή στο ξίδι. Ήταν ένα πολύ ακριβό προϊόν και τύγχανε εξαγωγής στη Γαλλία, Αγγλία, Ολλανδία και Βενετία.

Το ψάρι ήταν διαδεδομένο και χρησιμοποιόταν αρχικά ως συνοδευτικό φαγητό. Οι μοναχοί το χρησιμοποιούσαν πολύ και το θεωρούσαν πολύ θρεπτικό. Το έτρωγαν στις περιόδους νηστείας. Είχε και συμβολικό χαρακτήρα για τους Χριστιανούς, αφού η λέξη ΙΧΘΥΣ είναι ακρωνύμιο του «Ιησούς Χριστός, Θεού Υιός, Σωτήρ». Το ψάρι ψηνόταν με διάφορους τρόπους, όπως τηγανητό, ζεματιστό, στη σχάρα με τα λέπια, ακόμη και σε πίτες με μικρά ψαράκια στον φούρνο. Περαιτέρω, παρατηρήθηκε εισαγωγή ψαρικών από την Αίγυπτο.

Ο ρόλος των λαχανικών και των οσπρίων αναβαθμιζόταν ή υποβαθμιζόταν κατά καιρούς. Υπήρχαν περίοδοι που οι πλούσιοι και ισχυροί άνθρωποι, τα θεωρούσαν ανάξια φαγητά γι’ αυτούς και τα απέφευγαν εντελώς. Συνεπώς, θεωρείτο φαγητό των φτωχών. Γενικά, τα λαχανικά τρώγονταν με διάφορους τρόπους, είτε καλλιεργούνταν, είτε μαζεύονταν από τους αγρούς και αποτελούσαν βασικό καθημερινό είδος διατροφής για πολλούς ανθρώπους. Μερικά από αυτά ήταν η μολόχα, το μαρούλι, το σπανάκι, το αμάραντο, το λάχανο. Τα σπαράγγια είχαν παρουσιαστεί πολύ αργότερα με περισσότερα από εκατό διαφορετικά είδη. Ο κόλιανδρος εισήχθηκε από το Ισραήλ και οι σπόροι του χρησιμοποιούνταν ως μπαχαρικό. Η κανέλα εισήχθηκε από την Ανατολή ως μπαχαρικό και εκτός από τη μαγειρική χρησιμοποιήθηκε και στην παρασκευή του κρασιού. Τα μανιτάρια εισήχθησαν τον 2ο αιώνα μ.Χ. Επανάσταση όμως στην κυπριακή κουζίνα αποτέλεσε η εισαγωγή της ντομάτας και της πατάτας από την Αμερική.

Ακόμα ένα είδος που θεωρείτο φαγητό για τους φτωχούς ήταν τα όσπρια. Τα φασόλια υποδεικνύονται συνεχώς στις γραφές ιστορικών και η χρήση τους άρχισε από τα πρώτα χρόνια της κυπριακής ιστορίας, σε φρέσκα ή ξηρή μορφή. Οι φακές, ο αρακάς, τα λουβιά, τα ρεβίθια, και τα κουκιά συμπλήρωναν τη διατροφή των Κυπρίων, οι οποίοι έτρωγαν και μερικά είδη βολβών.

Ένας απ’ αυτούς, το λεγόμενο κολοκάσι, καλλιεργείται μόνο στην Κύπρο μέχρι και σήμερα. Είναι ένα είδος, του οποίου η Ευρωπαϊκή Αγροτική Επιτροπή αγνοούσε την ύπαρξη μέχρι τα πρόσφατα χρόνια, όταν το σύστησε η Κυπριακή Αγροτική Επιτροπή.

Ένα είδος κυπριακής μουστάρδας έτυχε μεγάλης φήμης και υπήρξε από τα πιο σημαντικά προϊόντα που εξαγόταν στην Ευρώπη. Η τεχνική παρασκευής της άνθισε κατά τα ρωμαϊκά χρόνια και αργότερα στη Βυζαντινή Περίοδο. Ταυτόχρονα, τα κυπριακά κρεμμύδια ήταν φημισμένα για τη δυνατή μυρωδιά τους και διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην κυπριακή κουζίνα, αφού θεωρείτο ότι έδιναν δύναμη και υγεία σ’ αυτούς που τα έτρωγαν. Πέραν τούτων, περίφημο ήταν και το κυπριακό μέλι, όπως επίσης και ένα είδος ξιδιού από φοινίκια.

Όπως συνέβη με τους μεγάλους κατακτητές που πέρασαν από το νησί, η κυπριακή κουζίνα υιοθέτησε μερικά χαρακτηριστικά και από τους Τούρκους κατακτητές. Κάποια από αυτά ήταν τα πικάντικα φαγητά κατσαρόλας, η χρήση σαλτσών, αρκετά γλυκά επιδόρπια και το γιαούρτι (yaurti στην τουρκική), που έγινε καθημερινό συνοδευτικό στο τραπέζι των Κυπρίων. Όλες αυτές οι επιδράσεις κατέστησαν την κυπριακή κουζίνα μοναδική, ποικιλόμορφη και πολύ ενδιαφέρουσα, με βάση βέβαια τα τοπικά προϊόντα.

Αν μελετήσει κάποιος τις ιστορικές πηγές που μιλούν για το κυπριακό φαγητό – και είναι πολλές οι πηγές που μπορεί κάποιος να βρει – θα δει ότι πάντοτε ήταν σημαντική η διατροφή για τους Κυπρίους. Οι αγρότες πάλευαν για την παραγωγή των υλικών, δουλεύοντας σκληρά στα χωράφια τους. Ο τρόπος που μαγείρευαν οι νοικοκυρές και έτρωγε η οικογένεια, ήταν επίσης σημαντικός. Όλα είχαν ένα αληθινό, συνδετικό στοιχείο για τους κατοίκους του νησιού. Το δείπνο μαζί με όλη την οικογένεια ή φίλους και συγγενείς, ήταν μια τελετουργία. Ειδικά στις δύσκολες εποχές που πέρασε ο τόπος, σε εποχές μακράς ξηρασίας, επιδρομές ακριδών, ξένων εισβολέων, φτώχιας και άλλων δυσκολιών, οι Κύπριοι ποτέ δεν παραμέρισαν την παράδοση και τις συνήθειές τους. Τα κρατούσαν πάντοτε και τα διατήρησαν διαμέσου των αιώνων μέχρι σήμερα.

Οι Κύπριες, που είναι γνωστές για τη θερμή φιλοξενία τους, έφτιαχναν διάφορα γλυκά παρασκευάσματα, για να προσφέρουν στους ξένους τους. Το κυπριακό «γλυκό του κουταλιού» το οποίο φτιάχνεται από διάφορα φρούτα, λαχανικά, ανθούς και καρύδια ψημένα και διατηρημένα σε βαρύ σιρόπι, είναι ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά κεράσματα.

Οι ιστορικοί, με βάση τα ευρήματά τους, τονίζουν ότι γενικά οι Κύπριοι είχαν μεγάλη ποικιλία υλικών στη μαγειρική τους και έτρωγαν αρκετά καλά ως λαός. Το επάγγελμα του μάγειρα τύγχανε μεγάλης εκτίμησης και η μαγειρική αποτελούσε γι’ αυτούς τέχνη από τα πολύ παλιά χρόνια. Φυσικά, η τοποθέτηση των φαγητών σε μενού, με τη μορφή που ξέρουμε σήμερα, δεν υπήρχε. Όποιο φαγητό και αν σέρβιραν ήταν σε ένα και μόνο πιάτο. Μόνη εξαίρεση αποτελούσε ο «μεζές», δηλαδή η παράθεση διαφόρων φαγητών, σερβιρισμένων σε μικρά-μικρά πιατάκια (μικρές μερίδες) στο τραπέζι, τα οποία συνήθως συνοδεύονταν από αλκοολούχα ποτά, όπως η τοπική «ζιβανία». Αυτό γινόταν στις γιορτές και στα μεγάλα συμπόσια.

Στην κυπριακή φιλοξενία απαραίτητο στοιχείο είναι η προσφορά φαγητού στους ξένους. Ακόμη και σήμερα, οι Κύπριοι καλούν πολύ συχνά κόσμο στο σπίτι τους για φαγητό. Όταν θέλουν να ευχαριστήσουν κάποιον, όταν θέλουν να του δείξουν την εκτίμησή τους, την αγάπη και τη φιλία τους, του «κάνουν το τραπέζι». Αυτό είναι κάτι πολύ συνηθισμένο και δε συμβαίνει σε πολλούς άλλους λαούς. Γι’ αυτόν τον λόγο είναι γνωστή στο εξωτερικό η κυπριακή φιλοξενία.

Τα παραδοσιακά συμπόσια ακολουθούσαν τα σημαντικά κοινωνικά και θρησκευτικά γεγονότα των Κυπρίων. Από τη Ρωμαϊκή Εποχή, τα συμπόσια αυτά, πλούσια σε φαγητό, ποτό, μουσική και διασκέδαση, διατηρήθηκαν στον χρόνο, δίνοντας έτσι το έναυσμα για τις σημερινές γιορτινές εκδηλώσεις, όπως ο γάμος, οι αρραβώνες, η βάπτιση και άλλες γιορτές.

Πίσω από κάθε παραδοσιακό φαγητό υπάρχει μια πολιτιστική και κοινωνική διάσταση, βασισμένη στα έθιμα και τις παραδόσεις της Κύπρου. Οι συνταγές και οι τρόποι παρασκευής των φαγητών έχουν άμεση σχέση με τις θρησκευτικές γιορτές, τα έθιμα, την οικογένεια, τον πολιτισμό της Κύπρου και ποικίλουν ανάλογα με την κάθε περίπτωση. Η πολιτιστική αυτή διάσταση δρα καταλυτικά στο σύστημα των ανθρώπινων σχέσεων, φέρνοντας τους ανθρώπους πιο κοντά, και συμβάλλοντας στην καλλιέργεια φιλικών σχέσεων.

Σήμερα, αν και παρατηρείται «εισβολή» εισαγόμενων φαγητών από τη Δύση, η οποία έχει επηρεάσει κατά πολύ τις διατροφικές προτιμήσεις, ειδικά των νέων, η Παραδοσιακή Κυπριακή Κουζίνα κατέχει ακόμη την πρώτη θέση σε κάθε νοικοκυριό, κουβαλώντας μαζί της την ιστορία και τον πολιτισμό χιλιάδων χρόνων!

Bιβλιογραφία
Lysaght, P. (1998). Food and the traveler (1st edn.). Intercollege Press, Limassol, Cyprus
Μουρτζιής, Μ. (1981). Μαγειρική στην Κύπρο (1η έκδ.). Μορφωτική Λτδ, Λευκωσία, Κύπρος
Σίτας, Α. (1995). Κοπιάστε (6η έκδ.). Κ.Π. Κυριάκου Λτδ, Λευκωσία, Κύπρος
Ευαγγελάτου, Φ. (2000). Ξεχασμένες Νοστιμιές του Κυπριακού Χωριού. Ιδιωτική Έκδοση, ISBN 9789963802319
Παυλίδης, Α. (2013). Ιστορία της Νήσου Κύπρου, τόμος 1, Εκδόσεις Επιφανίου
Εφημερίδα Πολίτης, Περιοδικό Χρονικό, Τι Έτρωγαν οι Αρχαίοι Πρόγονοί μας, Τεύχος 86
Εφημερίδα Πολίτης, Περιοδικό Χρονικό, Γεύσεις Κυπρίων, Τεύχος 117

Το πιο πάνω κείμενο γράφτηκε από την κ. Μαρία Κωνσταντίνου (BA in Professional Culinary Arts, University of Derby, BA in Hotel Management, CTL Eurocollege
MSc Εκπαίδευση, Ηγεσία και Διοίκηση, CIIM) για τις μαθήτριες του Λυκείου Αγίου Ιωάννη Λεμεσού Αναστασίου Ναταλία, Αργύρη Ειρήνα Φανουρία, Παυλίδου Μαρίνα και Χαραλάμπους Σταύρη, μετά από τη συζήτηση που είχαν μεταξύ τους, τις απορίες, αλλά και το ενδιαφέρον τους για κυπριακή παραδοσιακή κουζίνα.